Η Πάτρα σεμνύνεται ότι εις αυτήν επεφυλάχθη η μεγίστη δωρεά και η μοναδική τιμή να
«κέκτηται ποιμένα και πολιούχον θείον»
τον πρώτον εκ των δώδεκα μαθητών του Κυρίου και να μαρτυρήσει στο έδαφός της ο ένδοξος και πανεύφημος Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος.
Ο πολιούχος και προστάτης των Πατρών Άγιος Ανδρέας υπήρξε ο μαθητής του Χριστού εκ του κύκλου των Δώδεκα Αποστόλων, ο οποίος πρώτος επλησίασε και ακολούθησε τον Κύριο (Ιωάν. 1,41) και γι’ αυτό αποκαλείται Πρωτόκλητος: «Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού Πρωτόκλητος ώφθης». Αυτός και ο αδελφός του Πέτρος εγεννήθησαν στην κωμόπολη της Γαλιλαίας Βηθσαϊδά, που έκειτο πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ και που υπήρξε γενέτειρα και των άλλων δυο αδελφών αποστόλων, του Ιωάννου και του Ιακώβου, με τους οποίους απετέλουν την εξέχουσα τετράδα των μαθητών. Μαθητής αρχικώς του Ιωάννου του Προδρόμου ηκολούθησε πρώτος τον Χριστό, όταν ο Πρόδρομος τον κατέδειξε σ’ αυτόν και τον Ιωάννη με την φράση: «Ίδε ο αμνός του Θεού» (Ιωάν. 1,36) και προσήγαγε σ’ Αυτόν και τον αδελφό του.
Μετά την Πεντηκοστή, ακολουθών την εντολή του Κυρίου (Ματθ. 28,19) επραγματοποίησε μια μακροτάτη αποστολική διαδρομή. Περί αυτής δεν γίνεται μνεία στην Καινή Διαθήκη, η οποία τον αναφέρει για πρώτη φορά στο Ιωάν. 1,36 και για τελευταία στις Πράξεις των Αποστόλων 1,13. Είναι εν τούτοις βέβαιον ότι επορεύθη κηρύσσων τον Χριστό σε περιοχές, όπου προ μακρού ανθούσαν και ευημερούσαν πολυάνθρωπες πόλεις του εν διασπορά Ελληνισμού. Έτσι, μετέβη στη Νίκαια της Βιθυνίας (επί τηε λίμνης Ασκανίας), την Νικομήδεια και την Χαλκηδόνα επί της Προποντίδος, τις πόλεις του Ποντιακού Ελληνισμού Σινώπη (όπου υπέστη φοβερούς διωγμούς διασωθείς θαυματουργικώς), Αμισό (=Σαμψούντα) και Τραπεζούντα, εν συνεχεία στη Σκυθία, δηλαδή την Νότιο Ρωσία, την Κριμαία, (την περιοχή της Ταυρικής) και πέραν μέχρι τον Καύκασο (και τον πορθμό του Κέρτς επί της Αζοφικής θαλάσσης) και έφθασε συνεχίζων την περιοδεία του μέχρι την Χερσώνα της Ουκρανίας ( επί του ποταμού Δνειπέρου). Ηράκλειο και τιτάνειο έργο και πολύμοχθο, ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα. Για τον λόγο αυτό ο Άγιος τιμάται εξαιρέτως από τους Ρώσους. Από εκεί εξακολουθών ακατάβλητος το αποστολικό έργο Του ήλθε στο Βυζάντιο (όπου αργότερα εκτίσθη η Κωνσταντινούπολη), της εκκλησίας του οποίου υπήρξε ιδρυτής και επέπρωτο να αποβή ο θεμελιωτής και κατ’ αναγωγήν πρωτεργάτης του μετέπειτα μεγαλείου της επι «πίστεως οικοδομηθείσης» ευκλεούς Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως διαχρονικής κεφαλής της Ορθοδοξίας. Κατόπιν ήλθε στην Θράκη, την Μακεδονία, την Ήπειρο, εκείθεν στην Θεσσαλία με κατάληξη την Αχαΐα και πέρας της περιοδείας Του την Πάτρα.
Δεξιό κλίτος Νέου Ι. Ναού.
Είναι γι’ αυτό που ο Ανδρέας αποκαλείται: «Απόστολος των Ελλήνων». Το περιστατικό που αναφέρεται στο Ιωάν. 12,20 εγκλείει ένα βαθύ συμβολισμό και ίσως εχαράχθη βαθειά στην ψυχή του Αποστόλου και προκαθώρισε την μελλοντική πορεία Του. Ο Ανδρέας εισάγει στο Χριστό κάποιους Έλληνες, που ήθελαν να Τον συναντήσουν και άκουσε εκ στόματός Του την φράση: «ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου». ‘Αλλωστε και το όνομα του Αγίου είναι ελληνικό (Ανδρέας από τη λέξη ανδρεία).
Την άφιξη του Αποστόλου στην πόλη μας βεβαιώνουν απολύτως αυθεντικές παλαιοχριστιανικές μαρτυρίες (Ιππόλυτος Ρώμης. Β’ αιών μ.Χ. «Περί των ιβ’ αποστόλων», Ιερώνυμος, «Επιστολή πρός Μάρκελλον», Κύρου Θεοδώρητος, Νικηφόρος Κάλλιστος), και αναφορές σε αρχαιότατα χριστιανικά κείμενα, δέχεται ομοφώνος σε Ανατολή και Δύση η Ιερά Παράδοσις της Εκκλησίας και μαρτυρούν με λεπτομέρειες περιγραφές και εξωεκκλησιαστικά βιβλία, Πράξεις και Μαρτύρια, ήδη από του 4ου μ.Χ. αιώνος.
Στην Πάτρα, ο Απόστολος επετέλεσε πλείστα θαύματα και ιάσεις, εξ αιτίας των οποίων προσειλκύσθησαν πολλοί στην πίστη, μεταξύ των οποίων και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του τότε Ρωμαίου Ανθυπάτου Αιγεάτη, την οποίαν εθεράπευσε από ανίατη ασθένεια. Εθεράπευσε επίσης τον πάσχοντα από επιληψία δούλο του αδελφού του Αιγεάτη Στρατοκλή, ο οποίος την εποχή εκείνη ανεπλήρωνε τον Ανθύπατο κατά την απουσία του στη Ρώμη. Μετά το γεγονός αυτό ο Στρατοκλής έγινε χριστιανός και εχειροτονήθη Επίσκοπος Πατρών από τον Απόστολο μέσα στη φυλακή του, λίγο πρό
του
μαρτυρίου
του. Ο Αιγεάτης εξ αιτίας όλων αυτών και ιδίως λόγω της εμμονής της συζύγου του στην πίστη, ωργίσθη και διέταξε την σύλληψη, τον βασανισμό και τελικώς τον μαρτυρικό δια σταυρώσεως θάνατο του Αποστόλου. Τον εσταύρωσε «επί ελαίας» κατά την μαρτυρία του Ιππολύτου Ρώμης ή επί σταυρού που απετελείτο από δυο τεμάχια ξύλου εληάς ή κάτω από τους κλώνους εληάς. Η σταύρωση έγινε πλησίον της ακτής «παρά το χείλος της θαλασσίας ψάμμου» και στο σημείο ακριβώς όπου τώρα ευρίσκεται ο παλαιός Ναός και όπου ο Απόστολος συνήθιζε να κηρύττη. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή το μαρτύριο του Αγίου συνέβη το έτος 66 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Νέρωνος. Η παράδοση που λέει ότι ο σταυρός, επί του οποίου εθανατώθη ο Άγιος είχε σχήμα Χ είναι μεταγενέστερη, ανάγεται στον ΙΓ’ αιώνα και έχει Δυτική προέλευση. Ενώ η παράδοση ότι εσταυρώθη κατά ανάστροφο τρόπο είναι παλαιότερη και αναφέρεται στο μαρτυρολόγιο.
Μέχρι του 4ου αιώνος το λείψανον του Αγίου ευρίσκετο ακέραιο στην Πάτρα. Μετεφέρθη δε στην Κωνσταντινούπολη από τον απεσταλμένο του Αυτοκράτορος στρατηγό Αρτέμιο το έτος 353 ή πιθανότερα το 357 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου (337-361 μ.Χ.) και εναπετέθη στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Ο ναός αυτός εγκαινιάσθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο το έτος 336 μ.Χ., κατά δε τον ιστορικό Παπαρρηγόπουλο, ο Μ. Κωνσταντίνος κατεσκεύασε δώδεκα θήκες εις μνήμην των δώδεκα μαθητών του Κυρίου με την προοπτική να συγκεντρωθούν εκεί τα άγια λείψανά τους. Κατά μια ατεκμηρίωτη εκδοχή το λείψανο του Αγίου, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, ηρπάγη από τον εκ Καπύης Καρδινάλιο Πέτρο και μετεφέρθη στη Γαέτα της Ιταλίας και εν συνεχεία στην Αμάλφη το έτος 1208 μ.Χ. και εναπετέθη στον Μητροπολιτικό Ναό της πόλεως αυτής. Κατ’ άλλη πληροφορία (Πουκεβίλ) το λείψανο του Αγίου ευρίσκετο, χωρίς την κάρα, στη Ρώμη και μάλιστα το έτος 1527 μ.Χ. εβεβηλώθη από Γερμανούς στρατιώτες.
Εις ότι αφορά την τιμία κάρα του αγίου λειψάνου, αυτή ή ουδέποτε μετεφέρθη εκ Πατρών στην Κωνσταντινούπολη ή επεστράφη από εκεί ως δώρο πιθανώτατα από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α’ (867-886 μ.Χ.) με την μεσολάβηση, ως παραδίδεται, της εκ Πατρών ευγενούς και πλουσιωτάτης χήρας Δανιηλίδος. Την αγία κάρα μετέφερε στη Ρώμη μέσω Καρκύρας από την Πάτρα (που ήταν πρωτεύουσα του και επέκειτο η κατάληψή της από τους Τούρκους) ο Δεσπότης του Μορέως Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, το έτος 1460 μ.Χ. και την παρέδωσε δυο χρόνια αργότερα στον πάπα Πίο
Β’.
Φορητή
εικόνα
του
Αγίου
Ανδρέου.
Η παράδοση έγινε μέσω του εξωμότου Καρδιναλίου Βησσαρίωνος, άλλοτε μητροπολίτου Νικαίας, κατόπιν λαμπράς τελετής. Από τότε το ιερό κειμήλιο ευρίσκετο στο Ναό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Στην πόλη μας επανεκομίσθη με επίσημη τελετή, παρισταμένων 31 αρχιερέων και επισήμου αντιπροσωπείας του Βατικανού, της 26η Σεπτεμβρίου 1964, ύστερ’ από 502 έτη, επί αοιδίμου μητροπολίτου Πατρών Κωνσταντίνου, παραχωρηθέν την 22.6.1964 από τον τότε Πάπα Παύλο ΣΤ’ κατόπιν διαβήματος των τοπικών Αρχών και της Μητροπόλεως Πατρών, με την βοήθεια και του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρου. Εναπετέθη εις τον Παλαιό Ναό «από την Βασιλικήν του Απ. Πέτρου Ρώμης εις την Βασιλικής του Αγ. Ανδρέου Πατρών» μέχρι των εγκαινίων του Νέου Ναού. Έκτοτε, το πανίερο τούτο κειμήλιο ευρίσκεται αποθησαυρισμένο στο Νέο Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέου φυλασσόμενο εντός νέας (μετά την καταστροφή της παλαιάς το 1970) λειψανοθήκης βυζαντινής τεχνοτροπίας και αποτελεί πανελλήνιο και παγχριστιανικό προσκύνημα, που σκέπει, φρουρεί και διαφυλάσσει την πόλη μας, αλλά και ολόκληρο το Ελληνικό Έθνος εκ παντοίων κινδύνων και πάσης περίστασεως.
Εις τον ίδιο Ναό όπισθεν της αγίας κάρας έχει τοποθετηθή και ο Σταυρός του μαρτυρίου του Αποστόλου, ο οποίος κατόπιν ενεργειών του Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου μετεφέρθη από το Ναό Αγίου Βίκτωρος Μασσαλίας της Γαλλίας, όπου ευρίσκετο πρό του 1250 μ.Χ., στην πόλη μας το 1979.
Μέχρι της εν έτει 1964 ανακομιδής της τιμίας κάρας, το μοναδικό τμήμα του αγίου λειψάνου του αποστόλου Ανδρέου, που ευρίσκετο στην Πάτρα ήταν τεμάχιο δακτύλου του Αγίου, το οποίον είχα παραλάβει από το Άγιον Όρος και το εδώρησε στην πόλη μας το έτος 1847 ο Ρώσος ευγενής και αυλικός Ανδρέας Μουράβιεφ. Το ιερό τούτο κειμήλιο ευρίσκεται από τότε στον Παλαιό Ναό μέσα σε περίτεχνη λειψανοθήκη, που φυλάσσεται εντός μαρμάρινης λάρνακος. Στην λάρνακα αυτή έχει τοποθετηθή προς ευλαβή προσκύνηση των πιστών και ευμεγέθης επαργυρωμένη εικόνα του Αγίου σε υπτία θέση.
Το μαρτυρικό Κουβούκλιο με την Αγία Κάρα.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΚΟΥΒΟΥΚΛΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΡΑ.
Επί τη επανακομιδή της τιμίας κάρας του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου ο τότε αρχιμανδρίτης Νικόδημος Βαλληνδράς και νυν Μητροπολίτης Πατρών κ. Νικόδημος είχε συνθέσει και μελοποιήσει καλλιεπή και εμπνευσμένη ασματική ακολουθία, που ψάλλεται κατά τον εορτασμόν της επετείου, όπως συνέθεσεν και εμελοποίησεν και σχετικόν Απολυτίκιον επί τη επιστροφή του Σταυρού του μαρτυρίου του. Η μνήμη του Αγίου εορτάζεται εκ συμφώνου σε Ανατολή και Δύση την 30η Νοεμβρίου, ημέρα του θανάτου του. Μετά την Θ. Λειτουργία γίνεται επιβλητική λιτανεία στις κεντρικές οδούς της πόλεως, την οποίαν παρακολουθεί με ευλάβεια μέγα μέρος των κατοίκων της πόλεως και κατά την οποίαν περιφέρονται εν ιερά πομπή τα ανωτέρω άγια λείψανα και η επάργυρος μεγάλη εικόνα του Αγίου. Η λιτανεία αυτή καθιερώθη το έτος 1836 και κατηργήθη από του έτους 1874 μέχρι του έτους 1930. Έκτοτε τελείται συνεχώς.
Η Πάτρα σεμνύνεται ότι εις αυτήν επεφυλάχθη η μεγίστη δωρεά και η μοναδική τιμή να «κέκτηται ποιμένα και πολιούχον θείον» ένα εκ των δώδεκα μαθητών του Κυρίου και να μαρτυρήση στο έδαφός της ο ένδοξος και πανεύφημος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος. |